Οι επιπτώσεις του αλκοόλ και ειδικότερα του κρασιού στην υγεία των δοντιών, έχουν εντοπιστεί εδώ και δεκαετίες. Ήδη από το 1907, ο W.D. Miller, πρωτοπόρος οδοντίατρος και επιστήμονας, πρώτος διατύπωσε την άποψη ότι η κατανάλωση του κρασιού μπορεί να οδηγήσει σε διάβρωση των δοντιών. Από τότε, πάρα πολλές μελέτες ενίσχυαν τα ανεπίσημα στοιχεία που διαπίστωναν οι οδοντίατροι στην κλινική πράξη, αποδεικνύοντας πως το αλκοόλ γενικότερα και ειδικότερα το κρασί, διαβρώνουν την αδαμαντίνη του δοντιού.
Η μη αναστρέψιμη διαδικασία της φθοράς των δοντιών, μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε, επιταχύνεται όμως από οξέα, συνήθως από την τροφή και τα ποτά που παραμένουν στο στόμα. Δύο είναι τα κυρίαρχα θέματα που σχετίζονται με το κρασί και τα δόντια: η φθορά της αδαμαντίνης των δοντιών από τις όξινες ιδιότητες του κρασιού και οι λεκέδες στα δόντια από το κόκκινο κρασί.
Η φθορά (διάβρωση) των δοντιών γίνεται αντιληπτή από την υπερευαισθησία που αναπτύσσουν όσο και από μία εξελισσόμενη διαύγεια των μπροστινών δοντιών. Αντισταθμιστικό των οξέων που παραμένουν στο στόμα είναι το σάλιο που εξουδετερώνει και καθαρίζει το στόμα, βοηθώντας τη διατήρηση της αδαμαντίνης. Ωστόσο, υπάρχει ένα όριο πάνω από το οποίο το σάλιο χάνει την ικανότητά του να αναχαιτίζει τη φθορά, ενώ επιπλέον, η ικανότητα του αλκοόλ να προκαλεί αφυδάτωση μειώνει τη ροή του σάλιου, με αποτέλεσμα τα δόντια να έρχονται σε επαφή με το κρασί για αρκετή ώρα πριν την κατάποσή του.
Πολλές έρευνες έχουν διεξαχθεί και για την αντιμετώπιση των οδοντικών προβλημάτων που εγείρονται στους επαγγελματίες οινογευσιγνώστες, με κύριο αντικείμενο την αποτελεσματική τους αντιμετώπιση. Στις συστάσεις που απορρέουν από τα αποτελέσματα των ερευνών περιλαμβάνονται:
Στην αντιμετώπιση της ευαισθησίας των δοντιών μετά από παρατεταμένη οινογευσιγνωσία συγκαταλέγεται και η μέθοδος της τοπικής εφαρμογής με όζον στην πάσχουσα περιοχή.